αρυταινοειδής

αρυταινοειδής
-ές (Α ἀρυταινοειδής, [-οῡς], -ές)
αυτός που μοιάζει στο σχήμα με αρύταινα* (αποδίδεται στον τρίτο χόνδρο του λάρυγγα) (Γαληνός)
νεοελλ.
«αρυταινοειδείς μύες» — ζεύγος μυών που κλείνουν την είσοδο του λάρυγγα κατά την κατάποση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀρυταινοειδής — shaped like an masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρυταινοειδῆ — ἀρυταινοειδής shaped like an neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀρυταινοειδής shaped like an masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀρυταινοειδής shaped like an masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρυταινοειδεῖ — ἀρυταινοειδής shaped like an masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀρυταινοειδής shaped like an masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρυταινοειδές — ἀρυταινοειδής shaped like an masc/fem voc sg ἀρυταινοειδής shaped like an neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρυταινοειδοῦς — ἀρυταινοειδής shaped like an masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρικαρυταινοειδής — ές φρ. ανατ. «κρικαρυταινοειδής μυς» καθένας από τους τέσσερεις μυς, δύο πλάγιους και δύο οπίσθιους, που συμβάλλουν στην κατασκευή τού λάρυγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. crico arytenoϊdien < crico (< κρίκος) + arytenoϊdien (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”